Εμβέλεια στα λιθουανικά
Μετάφραση: εμβέλεια, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
viryklė, vertinti, krosnis, diapazonas, atstumas, intervalas, asortimentas, sritis
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμβέλεια
εμβέλεια κπε, εμβέλεια wifi, εμβέλεια ετυμολογία, εμβέλεια λεξικό, εμβέλεια στα αγγλικα, εμβέλεια λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εμβέλεια στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εμαγιέ στα λιθουανικά - emalis, emalio, emaliu, emalė, emaliuoti
- εμβάθυνση στα λιθουανικά - gilinti, pagilinti, gilinimo, stiprinti, stiprinant
- εμβολίζω στα λιθουανικά - embolized
- εμβολιάζω στα λιθουανικά - Įsitvirtino, Dažytos į pluoštą, Nuolat farbować, Wyciskać piętno, Cinkuota ir siūlai
Τυχαίες λέξεις
Εμβέλεια στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: viryklė, vertinti, krosnis, diapazonas, atstumas, intervalas, asortimentas, sritis
Μεταφράσεις: viryklė, vertinti, krosnis, diapazonas, atstumas, intervalas, asortimentas, sritis