Εντατικοποίηση στα ολλανδικά
Μετάφραση: εντατικοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verscherping, versterking, intensivering, intensiveren, de intensivering
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εντατικοποίηση
εντατικοποίηση συνώνυμα, εντατικοποίηση της εργασίας, εντατικοποίηση σπουδών, εντατικοποίηση γεωργίας, εντατικοποίηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εντατικοποίηση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- εντάσσω στα ολλανδικά - ik, I, mij, me
- εντατικά στα ολλανδικά - intensief, intensiever, intensieve, intens, intensief te
- εντατικός στα ολλανδικά - intensief, schel, sterk, fel, levendig, hevig, doordringend, ...
- εντείνω στα ολλανδικά - verergeren, verhogen, aandikken, intensiveren, te intensiveren, versterken, intensivering, ...
Τυχαίες λέξεις
Εντατικοποίηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verscherping, versterking, intensivering, intensiveren, de intensivering
Μεταφράσεις: verscherping, versterking, intensivering, intensiveren, de intensivering