Εντατικοποίηση στα σουηδικά

Μετάφραση: εντατικοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
intensifiering, intensifieringen, intensivare, intensifierad, intensifierade
Εντατικοποίηση στα σουηδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εντατικοποίηση

εντατικοποίηση συνώνυμα, εντατικοποίηση της εργασίας, εντατικοποίηση σπουδών, εντατικοποίηση γεωργίας, εντατικοποίηση λεξικό γλώσσας σουηδικά, εντατικοποίηση στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • εντάσσω στα σουηδικά - värva, jag, I
  • εντατικά στα σουηδικά - intensivt, intensivt med, intensiv, intensivt för, intensiva
  • εντατικός στα σουηδικά - stark, intensiv, intensiva, intensivt
  • εντείνω στα σουηδικά - öka, intensifiera, intensifieras, förstärka, stärka
Τυχαίες λέξεις
Εντατικοποίηση στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: intensifiering, intensifieringen, intensivare, intensifierad, intensifierade