Εντατικοποίηση στα λευκορωσικά
Μετάφραση: εντατικοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
інтэнсіфікацыя, інтэнсыфікацыя
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εντατικοποίηση
εντατικοποίηση συνώνυμα, εντατικοποίηση της εργασίας, εντατικοποίηση σπουδών, εντατικοποίηση γεωργίας, εντατικοποίηση λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εντατικοποίηση στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- εντάσσω στα λευκορωσικά - Я
- εντατικά στα λευκορωσικά - інтэнсіўна, актыўна
- εντατικός στα λευκορωσικά - інтэнсіўны
- εντείνω στα λευκορωσικά - актывізаваць
Τυχαίες λέξεις
Εντατικοποίηση στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: інтэнсіфікацыя, інтэнсыфікацыя
Μεταφράσεις: інтэнсіфікацыя, інтэнсыфікацыя