Εύφλεκτος στα γερμανικά

Μετάφραση: εύφλεκτος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
brennbar, feuergefährlich, brennbaren, entzündlich, brennbare
Εύφλεκτος στα γερμανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εύφλεκτος

εύφλεκτος μύκητας, εύφλεκτος λεξικό γλώσσας γερμανικά, εύφλεκτος στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • εύσχημος στα γερμανικά - dezent, geeignet, mutmaßlich, gesittet, anständig, fair, korrekt, ...
  • εύσωμος στα γερμανικά - beleibt, behäbig, korpulent, portly, beleibte
  • εύχομαι στα γερμανικά - wunsch, lust, wünschen, Wunsch, wollen, möchten, möchte
  • εύχρηστος στα γερμανικά - griffig, nützlich, handlich, praktisch, handliche, handlichen, handliches
Τυχαίες λέξεις
Εύφλεκτος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: brennbar, feuergefährlich, brennbaren, entzündlich, brennbare