Εύφλεκτος στα εσθονικά
Μετάφραση: εύφλεκτος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kergsüttiv, süttiv, kergestisüttiv, tuleohtlik, tuleohtlike, tuleohtlikke, tuleohtlikud
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εύφλεκτος
εύφλεκτος μύκητας, εύφλεκτος λεξικό γλώσσας εσθονικά, εύφλεκτος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- εύσχημος στα εσθονικά - kombekas, korralik, usutav, mõeldav, sünnis, petlik, Näiliselt usaldusväärse, ...
- εύσωμος στα εσθονικά - turske, jäme, Toetav, tüseda, Tanakka, kogukale
- εύχομαι στα εσθονικά - soov, soovite, soovivad, soovi, soovin
- εύχρηστος στα εσθονικά - käepärane, osav, mugav, käepärast, kasulik
Τυχαίες λέξεις
Εύφλεκτος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kergsüttiv, süttiv, kergestisüttiv, tuleohtlik, tuleohtlike, tuleohtlikke, tuleohtlikud
Μεταφράσεις: kergsüttiv, süttiv, kergestisüttiv, tuleohtlik, tuleohtlike, tuleohtlikke, tuleohtlikud