Εύφλεκτος στα δανικά

Μετάφραση: εύφλεκτος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
brandfarlig, brandfarlige, brandfarligt, brændbart, brændbar
Εύφλεκτος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εύφλεκτος

εύφλεκτος μύκητας, εύφλεκτος λεξικό γλώσσας δανικά, εύφλεκτος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εύσχημος στα δανικά - besnærende, spidsfindig, bestikkende
  • εύσωμος στα δανικά - tyk, korpulent, portly, statelig, korpulente
  • εύχομαι στα δανικά - vilje, ønske, ville, ønsker, vil, gerne, ønsker det
  • εύχρηστος στα δανικά - handy, praktisk, praktiske, smart
Τυχαίες λέξεις
Εύφλεκτος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: brandfarlig, brandfarlige, brandfarligt, brændbart, brændbar