Εύφλεκτος στα ρουμανικά
Μετάφραση: εύφλεκτος, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
inflamabil, inflamabile, de inflamabil, inflamabili, inflamabilă
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εύφλεκτος
εύφλεκτος μύκητας, εύφλεκτος λεξικό γλώσσας ρουμανικά, εύφλεκτος στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- εύσχημος στα ρουμανικά - decent, specios, înșelătoare, înșelător, specious, spatios
- εύσωμος στα ρουμανικά - corpolent, corpolentul, solid, portly, masiv
- εύχομαι στα ρουμανικά - ura, dorinţă, dori, vrea, doresc, doriți, doriti
- εύχρηστος στα ρουμανικά - comod, îndemână, la îndemână, indemana, la indemana
Τυχαίες λέξεις
Εύφλεκτος στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: inflamabil, inflamabile, de inflamabil, inflamabili, inflamabilă
Μεταφράσεις: inflamabil, inflamabile, de inflamabil, inflamabili, inflamabilă