Εύφλεκτος στα ιταλικά

Μετάφραση: εύφλεκτος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
infiammabile, infiammabili, Facilmente infiammabile
Εύφλεκτος στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εύφλεκτος

εύφλεκτος μύκητας, εύφλεκτος λεξικό γλώσσας ιταλικά, εύφλεκτος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • εύσχημος στα ιταλικά - verosimile, decente, probabile, buono, specioso, speciosa, specious, ...
  • εύσωμος στα ιταλικά - corpulento, portly, corpulenta, grosso
  • εύχομαι στα ιταλικά - volere, desiderare, voglia, augurarsi, augurare, augurio, voto, ...
  • εύχρηστος στα ιταλικά - a portata di mano, comodo, utile, pratico, portata di mano
Τυχαίες λέξεις
Εύφλεκτος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: infiammabile, infiammabili, Facilmente infiammabile