Εύφλεκτος στα ουκρανικά

Μετάφραση: εύφλεκτος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
горючий, легкозаймистий, займистий, легкозаймисті
Εύφλεκτος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εύφλεκτος

εύφλεκτος μύκητας, εύφλεκτος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εύφλεκτος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εύσχημος στα ουκρανικά - імовірність, скромний, ймовірність, підхожий, пристойний, стриманий, правдоподібність, ...
  • εύσωμος στα ουκρανικά - цупкий, товстий, щільний, кремезний, міцний, огрядний
  • εύχομαι στα ουκρανικά - наймудріший, бажання, б
  • εύχρηστος στα ουκρανικά - вправний, ловкий, зручний, близький, придатися, веб, зручним
Τυχαίες λέξεις
Εύφλεκτος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: горючий, легкозаймистий, займистий, легкозаймисті