Εύφλεκτος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εύφλεκτος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inflamável, chama, inflamáveis, flammable, Facilmente inflamável
Εύφλεκτος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εύφλεκτος

εύφλεκτος μύκητας, εύφλεκτος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εύφλεκτος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εύσχημος στα πορτογαλικά - provável, especioso, capcioso, ilusório, ilusória, especiosa
  • εύσωμος στα πορτογαλικά - história, andar, corpulento, portly, imponente, corpulenta
  • εύχομαι στα πορτογαλικά - pretender, sábio, querer, desejo, pretensão, desejar, anseio, ...
  • εύχρηστος στα πορτογαλικά - acessível, belo, formoso, considerável, conveniente, útil, prático, ...
Τυχαίες λέξεις
Εύφλεκτος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: inflamável, chama, inflamáveis, flammable, Facilmente inflamável