Ιθαγένεια στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ιθαγένεια, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
nacional, nacionalidade, cidadania, a cidadania, da cidadania, de cidadania
Ιθαγένεια στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ιθαγένεια

ιθαγένεια μαρκόπουλος, ιθαγένεια υπηκοότητα, ιθαγένεια της ευρωπαϊκής ένωσης, ιθαγένεια ορισμός, ιθαγένεια και υπηκοότητα, ιθαγένεια λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ιθαγένεια στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ιερός στα πορτογαλικά - sagrado, sacro, santo, sagrada, sacred, sagrados, sacra
  • ιερότητα στα πορτογαλικά - santidade, sacralidade, sagrado, caráter sagrado, sacredness
  • ιθαγενής στα πορτογαλικά - nacionalizar, aborígene, indígena, autóctone, nativo, indígenas, indígeno, ...
  • ιθύνω στα πορτογαλικά - princípio, preceito, estragar, governar, régua, ruína, reger, ...
Τυχαίες λέξεις
Ιθαγένεια στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: nacional, nacionalidade, cidadania, a cidadania, da cidadania, de cidadania