Ιθαγένεια στα πολωνικά
Μετάφραση: ιθαγένεια, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
narodowość, obywatelstwo, obywatelstwa, obywatelska, obywatelskiej, obywatelskie
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιθαγένεια
ιθαγένεια μαρκόπουλος, ιθαγένεια υπηκοότητα, ιθαγένεια της ευρωπαϊκής ένωσης, ιθαγένεια ορισμός, ιθαγένεια και υπηκοότητα, ιθαγένεια λεξικό γλώσσας πολωνικά, ιθαγένεια στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- ιερός στα πολωνικά - święty, religijny, poświęcony, sakralny, świątobliwy, święte, święta, ...
- ιερότητα στα πολωνικά - świętość, nienaruszalność, świętości, świętością, sacredness, sakralności
- ιθαγενής στα πολωνικά - ojczysty, mieszkaniec, początkowy, rodak, autochtoniczny, krajowy, rodzimy, ...
- ιθύνω στα πολωνικά - linia, prawidło, panowanie, rządzić, panować, reguła, calówka, ...
Τυχαίες λέξεις
Ιθαγένεια στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: narodowość, obywatelstwo, obywatelstwa, obywatelska, obywatelskiej, obywatelskie
Μεταφράσεις: narodowość, obywatelstwo, obywatelstwa, obywatelska, obywatelskiej, obywatelskie