Ιθαγένεια στα γερμανικά

Μετάφραση: ιθαγένεια, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
staatsbürgerschaft, nationalität, staatsangehörigkeit, Staatsbürgerschaft, Staatsangehörigkeit, Bürgerschaft, Bürger
Ιθαγένεια στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ιθαγένεια

ιθαγένεια μαρκόπουλος, ιθαγένεια υπηκοότητα, ιθαγένεια της ευρωπαϊκής ένωσης, ιθαγένεια ορισμός, ιθαγένεια και υπηκοότητα, ιθαγένεια λεξικό γλώσσας γερμανικά, ιθαγένεια στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • ιερός στα γερμανικά - heilig, heiligen, heilige, heiliger, heiliges
  • ιερότητα στα γερμανικά - heiligkeit, Heiligkeit, Sakralität, heilig, die Heiligkeit, sacredness
  • ιθαγενής στα γερμανικά - eingeboren, heimatlich, urzeitlich, eingeborene, angeborene, ortsansässig, einheimischer, ...
  • ιθύνω στα γερμανικά - norm, herrschaft, herrschen, lineal, verordnen, vorschrift, maßstab, ...
Τυχαίες λέξεις
Ιθαγένεια στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: staatsbürgerschaft, nationalität, staatsangehörigkeit, Staatsbürgerschaft, Staatsangehörigkeit, Bürgerschaft, Bürger