Ιθαγένεια στα ουγγρικά
Μετάφραση: ιθαγένεια, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
állampolgárság, polgárság, állampolgárságot, állampolgári, polgárságot
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιθαγένεια
ιθαγένεια μαρκόπουλος, ιθαγένεια υπηκοότητα, ιθαγένεια της ευρωπαϊκής ένωσης, ιθαγένεια ορισμός, ιθαγένεια και υπηκοότητα, ιθαγένεια λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ιθαγένεια στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ιερός στα ουγγρικά - szentséges, szentelt, megszentelt, szent, szakrális, a szent, egyházi
- ιερότητα στα ουγγρικά - szenteltség, szentségét, szentsége, szakralitás, szentségére
- ιθαγενής στα ουγγρικά - bennszülött, őshonos, belföldi, őslakos, hazai
- ιθύνω στα ουγγρικά - vonalzó, szokvány, döntéshozók, biztosított, gyártók, döntéshozóknak, döntéshozókat
Τυχαίες λέξεις
Ιθαγένεια στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: állampolgárság, polgárság, állampolgárságot, állampolgári, polgárságot
Μεταφράσεις: állampolgárság, polgárság, állampolgárságot, állampolgári, polgárságot