Καθορισμένος στα ισλανδικά
Μετάφραση: καθορισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fast, fastur, fasta, föstum, föst
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθορισμένος
καθορισμένος συνώνυμο, καθορισμένος συνώνυμα, καθορισμένος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, καθορισμένος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- καθομιλούμενος στα ισλανδικά - samtals
- καθορίζω στα ισλανδικά - einsetja, tilvitna, tilgreina, ákveða, skilgreina, að skilgreina, define, ...
- καθοριστικός στα ισλανδικά - ákveða, ákveðu, ráða, ræður, ráði
- καθρέφτης στα ισλανδικά - spegill, Mirror, spegil, Daily Mirror, spegla
Τυχαίες λέξεις
Καθορισμένος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: fast, fastur, fasta, föstum, föst
Μεταφράσεις: fast, fastur, fasta, föstum, föst