Καθορισμένος στα βουλγαρικά

Μετάφραση: καθορισμένος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
набор, множество, постоянен, определен, неподвижен, фиксиран, фиксирана
Καθορισμένος στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθορισμένος

καθορισμένος συνώνυμο, καθορισμένος συνώνυμα, καθορισμένος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, καθορισμένος στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • καθομιλούμενος στα βουλγαρικά - разговорен, разговорно, разговорни, диалогово, на разговор
  • καθορίζω στα βουλγαρικά - дефинират, дефинира, дефиниране, дефинирате, определи
  • καθοριστικός στα βουλγαρικά - определящ, детерминанта, определящ фактор, определящ фактор за
  • καθρέφτης στα βουλγαρικά - перкало, огледало, Mirror, огледална, за огледало, Огледалото
Τυχαίες λέξεις
Καθορισμένος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: набор, множество, постоянен, определен, неподвижен, фиксиран, фиксирана