Καθορισμένος στα δανικά
Μετάφραση: καθορισμένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sætte, apparat, tilberede, mængde, fast, faste, bestemt, fastsat, fastsatte
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθορισμένος
καθορισμένος συνώνυμο, καθορισμένος συνώνυμα, καθορισμένος λεξικό γλώσσας δανικά, καθορισμένος στα δανικά
Μεταφράσεις
- καθομιλούμενος στα δανικά - jargon, konversation, conversational, samtale, klartext, konverserende
- καθορίζω στα δανικά - bestemme, afgøre, beslutte, befæste, citere, definere, fastlægge, ...
- καθοριστικός στα δανικά - determinant, afgørende, faktor, bestemmende, determinanten
- καθρέφτης στα δανικά - spejl, Mirror, Spejl, spejle
Τυχαίες λέξεις
Καθορισμένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sætte, apparat, tilberede, mængde, fast, faste, bestemt, fastsat, fastsatte
Μεταφράσεις: sætte, apparat, tilberede, mængde, fast, faste, bestemt, fastsat, fastsatte