Καθορισμένος στα λιθουανικά

Μετάφραση: καθορισμένος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aibė, fiksuotas, fiksuoto, fiksuota, fiksuotų, fiksuotos
Καθορισμένος στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθορισμένος

καθορισμένος συνώνυμο, καθορισμένος συνώνυμα, καθορισμένος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, καθορισμένος στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • καθομιλούμενος στα λιθουανικά - žargonas, pokalbio, šnekamoji, Dialogo, šnekamosios, Konwersacyjny
  • καθορίζω στα λιθουανικά - apibūdinti, apibrėžti, nustatyti, nustato, apibrėžia
  • καθοριστικός στα λιθουανικά - determinantas, lemiamas, lemiantis, veiksnys, lemiantis veiksnys
  • καθρέφτης στα λιθουανικά - veidrodis, Mirror, veidrodėlis
Τυχαίες λέξεις
Καθορισμένος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: aibė, fiksuotas, fiksuoto, fiksuota, fiksuotų, fiksuotos