Οικειότητα στα γερμανικά

Μετάφραση: οικειότητα, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kenntnis, vertrautheit, aufdringlichkeit, bekanntschaft, Intimität, Vertrautheit, Privatsphäre, Innigkeit, Vertraulichkeit
Οικειότητα στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οικειότητα

οικειότητα in english, σωματική οικειότητα, οικειότητα αντωνυμα, οικειότητα λεξικό, οικειότητα συνώνυμο, οικειότητα λεξικό γλώσσας γερμανικά, οικειότητα στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • οικείος στα γερμανικά - familiär, vertraut, vertraute, andeuten, intim, stimmungsvoll, innig, ...
  • οικειοποιούμαι στα γερμανικά - erobern, entsprechend, zugehörend, eigen, angebracht, sachgemäß, angemessen, ...
  • οικιακός στα γερμανικά - familie, dienstbote, haushalt, privathaushalt, hausangestellte, haushalthilfe, hausangestellter, ...
  • οικισμός στα γερμανικά - abwicklung, ansiedlung, kolonie, besiedlung, abmachung, pflanzung, bereinigung, ...
Τυχαίες λέξεις
Οικειότητα στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: kenntnis, vertrautheit, aufdringlichkeit, bekanntschaft, Intimität, Vertrautheit, Privatsphäre, Innigkeit, Vertraulichkeit