Οικειότητα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: οικειότητα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
conhecimento, intimidade, a intimidade, intimacy, de intimidade, da intimidade
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οικειότητα
οικειότητα in english, σωματική οικειότητα, οικειότητα αντωνυμα, οικειότητα λεξικό, οικειότητα συνώνυμο, οικειότητα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, οικειότητα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- οικείος στα πορτογαλικά - privado, íntimo, familiar, particular, familiarizado, familiarizados, familiares, ...
- οικειοποιούμαι στα πορτογαλικά - apropriado, apropriar, adequado, oikeiopoioumai
- οικιακός στα πορτογαλικά - doméstico, família, abóbada, casa, agregado familiar, domésticos
- οικισμός στα πορτογαλικά - aldeias, povoado, ajuste, domiciliar, colonização, aldeia, estabelecimento, ...
Τυχαίες λέξεις
Οικειότητα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: conhecimento, intimidade, a intimidade, intimacy, de intimidade, da intimidade
Μεταφράσεις: conhecimento, intimidade, a intimidade, intimacy, de intimidade, da intimidade