Οικειότητα στα τσεχικά
Μετάφραση: οικειότητα, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
familiárnost, důvěrnost, intimita, intimitu, intimity, intimnost
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οικειότητα
οικειότητα in english, σωματική οικειότητα, οικειότητα αντωνυμα, οικειότητα λεξικό, οικειότητα συνώνυμο, οικειότητα λεξικό γλώσσας τσεχικά, οικειότητα στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- οικείος στα τσεχικά - intimní, důvěrný, oznámit, naznačit, známý, povědomý, obeznámeni, ...
- οικειοποιούμαι στα τσεχικά - věnovat, vyhradit, přiměřený, přidělit, náležitý, patřičný, vhodný, ...
- οικιακός στα τσεχικά - rodina, domácí, domácký, dům, domácnost, vnitrostátní, sluha, ...
- οικισμός στα τσεχικά - usazení, odbavení, kolonizace, vyrovnání, urovnání, osada, úmluva, ...
Τυχαίες λέξεις
Οικειότητα στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: familiárnost, důvěrnost, intimita, intimitu, intimity, intimnost
Μεταφράσεις: familiárnost, důvěrnost, intimita, intimitu, intimity, intimnost