Οικειότητα στα ισλανδικά

Μετάφραση: οικειότητα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nánd, Kærleikar, nálægð
Οικειότητα στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οικειότητα

οικειότητα in english, σωματική οικειότητα, οικειότητα αντωνυμα, οικειότητα λεξικό, οικειότητα συνώνυμο, οικειότητα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, οικειότητα στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • οικείος στα ισλανδικά - þekki, þekkja, kunnugt, kunnuglegt, kunnugur
  • οικειοποιούμαι στα ισλανδικά - oikeiopoioumai
  • οικιακός στα ισλανδικά - innlendur, bú, heimilanna, heimili, heimila, heimilisnota, heimilis
  • οικισμός στα ισλανδικά - byggð, uppgjör, uppgjöri, sátt
Τυχαίες λέξεις
Οικειότητα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: nánd, Kærleikar, nálægð