Οικειότητα στα γαλλικά
Μετάφραση: οικειότητα, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
connaissance, familiarité, intimité, l'intimité, d'intimité, intime
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οικειότητα
οικειότητα in english, σωματική οικειότητα, οικειότητα αντωνυμα, οικειότητα λεξικό, οικειότητα συνώνυμο, οικειότητα λεξικό γλώσσας γαλλικά, οικειότητα στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- οικείος στα γαλλικά - indiquer, intime, annoncer, familier, informer, familiers, familiariser, ...
- οικειοποιούμαι στα γαλλικά - compétent, approprier, utile, affecter, congru, approprions, attribuer, ...
- οικιακός στα γαλλικά - ménager, ménage, maisonnée, famille, foyer, maison, familier, ...
- οικισμός στα γαλλικά - accord, arrangement, pacte, possession, hameau, peuplement, colonie, ...
Τυχαίες λέξεις
Οικειότητα στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: connaissance, familiarité, intimité, l'intimité, d'intimité, intime
Μεταφράσεις: connaissance, familiarité, intimité, l'intimité, d'intimité, intime