Οικειότητα στα νορβηγικά
Μετάφραση: οικειότητα, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
intimitet, intimiteten, nærhet, fortrolighet, intime
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οικειότητα
οικειότητα in english, σωματική οικειότητα, οικειότητα αντωνυμα, οικειότητα λεξικό, οικειότητα συνώνυμο, οικειότητα λεξικό γλώσσας νορβηγικά, οικειότητα στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- οικείος στα νορβηγικά - fortrolig, kjent, velkjent, kjente, er kjent
- οικειοποιούμαι στα νορβηγικά - passende, oikeiopoioumai
- οικιακός στα νορβηγικά - hjemlig, huslig, husholdning, familie, slekt, husstand, husholdningen, ...
- οικισμός στα νορβηγικά - overenskomst, ordning, bygd, landsby, koloni, oppgjør, bosetting, ...
Τυχαίες λέξεις
Οικειότητα στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: intimitet, intimiteten, nærhet, fortrolighet, intime
Μεταφράσεις: intimitet, intimiteten, nærhet, fortrolighet, intime