Οικειότητα στα ουκρανικά

Μετάφραση: οικειότητα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
фамільярність, обізнаність, близькі, близькість
Οικειότητα στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οικειότητα

οικειότητα in english, σωματική οικειότητα, οικειότητα αντωνυμα, οικειότητα λεξικό, οικειότητα συνώνυμο, οικειότητα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, οικειότητα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • οικείος στα ουκρανικά - залякування, інтимність, знайомий, знайоме, знайома
  • οικειοποιούμαι στα ουκρανικά - привласнювати, привласнити, відповідний, oikeiopoioumai
  • οικιακός στα ουκρανικά - родина, господарство, національна, домашній, внутрішньодержавний, сім'я, семья
  • οικισμός στα ουκρανικά - селище, селища, містечко, село, поселок
Τυχαίες λέξεις
Οικειότητα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: фамільярність, обізнаність, близькі, близькість