Οικειότητα στα πολωνικά
Μετάφραση: οικειότητα, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
śmiałość, poufałość, obznajomienie, intymność, zażyłość, bliskość, intymności, bliskości
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οικειότητα
οικειότητα in english, σωματική οικειότητα, οικειότητα αντωνυμα, οικειότητα λεξικό, οικειότητα συνώνυμο, οικειότητα λεξικό γλώσσας πολωνικά, οικειότητα στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- οικείος στα πολωνικά - buduarowy, kameralny, poinformować, zażyły, oznajmiać, intymny, oznajmić, ...
- οικειοποιούμαι στα πολωνικά - celowy, odpowiedni, przeznaczać, asygnować, przydzielać, przejmować, stosowny, ...
- οικιακός στα πολωνικά - służąca, bytowy, domostwo, gospodarstwo, wewnętrzny, krajowy, domowy, ...
- οικισμός στα πολωνικά - regulacja, kolonia, osiedle, załatwianie, rozrachunek, grodzisko, umowa, ...
Τυχαίες λέξεις
Οικειότητα στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: śmiałość, poufałość, obznajomienie, intymność, zażyłość, bliskość, intymności, bliskości
Μεταφράσεις: śmiałość, poufałość, obznajomienie, intymność, zażyłość, bliskość, intymności, bliskości