Πρόσφορος στα ισλανδικά
Μετάφραση: πρόσφορος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hæfur, hentugur, þægilegt, þægilegur, þægileg, þægilegri, þægilegra
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρόσφορος
πρόσφορος στα αγγλικα, πρόσφορος αγγλικα, πρόσφορος ορισμός, πρόσφορος συνώνυμο, πρόσφορος λεξικο, πρόσφορος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, πρόσφορος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- πρόσφατα στα ισλανδικά - nýlega, undanfarið, undanförnu, nýlega gefið, nýverið
- πρόσφατος στα ισλανδικά - nýlegur, nýleg, nýlegri, nýlegar, undanförnu, nýlegum
- πρόσφυγας στα ισλανδικά - flóttamaður, flóttamanna, flóttamenn, flóttamannahljómsveit er, flóttamann
- πρόσφυμα στα ισλανδικά - viðskeyti, viðskeytið, viðskeytinu
Τυχαίες λέξεις
Πρόσφορος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: hæfur, hentugur, þægilegt, þægilegur, þægileg, þægilegri, þægilegra
Μεταφράσεις: hæfur, hentugur, þægilegt, þægilegur, þægileg, þægilegri, þægilegra