Πρόσφορος στα λιθουανικά
Μετάφραση: πρόσφορος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tinkamas, patogus, patogu, patogi, patogiau
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρόσφορος
πρόσφορος στα αγγλικα, πρόσφορος αγγλικα, πρόσφορος ορισμός, πρόσφορος συνώνυμο, πρόσφορος λεξικο, πρόσφορος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, πρόσφορος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- πρόσφατα στα λιθουανικά - neseniai, Paskutinės, pastaruoju metu, pastaruoju, Vėliausiai
- πρόσφατος στα λιθουανικά - naujas, paskutinis, neseniai, pastaruoju metu, pastaruoju
- πρόσφυγας στα λιθουανικά - pabėgėlis, pabėgėlių, pabėgėlio, pabėgėliu, pabėgėliams
- πρόσφυμα στα λιθουανικά - priesaga, priesagos, sufiksas, priesagą, plėtinys
Τυχαίες λέξεις
Πρόσφορος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: tinkamas, patogus, patogu, patogi, patogiau
Μεταφράσεις: tinkamas, patogus, patogu, patogi, patogiau