Πρόσφορος στα δανικά
Μετάφραση: πρόσφορος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
passende, praktisk, bekvem, bekvemt, bekvemme, belejligt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρόσφορος
πρόσφορος στα αγγλικα, πρόσφορος αγγλικα, πρόσφορος ορισμός, πρόσφορος συνώνυμο, πρόσφορος λεξικο, πρόσφορος λεξικό γλώσσας δανικά, πρόσφορος στα δανικά
Μεταφράσεις
- πρόσφατα στα δανικά - nylig, nyligt, for nylig, seneste, for nyligt
- πρόσφατος στα δανικά - frisk, seneste, nylige, nylig, for nylig, nyere
- πρόσφυγας στα δανικά - flygtning, flygtninge, flygtningestatus, af flygtninge, flygtninges
- πρόσφυμα στα δανικά - befæste, endelse, suffiks, suffix, endelsen, suffikset
Τυχαίες λέξεις
Πρόσφορος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: passende, praktisk, bekvem, bekvemt, bekvemme, belejligt
Μεταφράσεις: passende, praktisk, bekvem, bekvemt, bekvemme, belejligt