Πρόσφορος στα ολλανδικά

Μετάφραση: πρόσφορος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bruikbaar, aanpassing, behoorlijk, betamelijk, modificatie, fatsoenlijk, adaptatie, bewerking, gemakkelijk, geschikt, handig, handige, gunstige
Πρόσφορος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πρόσφορος

πρόσφορος στα αγγλικα, πρόσφορος αγγλικα, πρόσφορος ορισμός, πρόσφορος συνώνυμο, πρόσφορος λεξικο, πρόσφορος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πρόσφορος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πρόσφατα στα ολλανδικά - onlangs, recentelijk, kortgeleden, recent, kort
  • πρόσφατος στα ολλανδικά - fris, recent, vers, onbedorven, luchtig, recente, Language, ...
  • πρόσφυγας στα ολλανδικά - uitgewekene, vluchteling, vluchtelingenstatus, vluchtelingen, de vluchtelingenstatus, vluchtelingenkamp
  • πρόσφυμα στα ολλανδικά - affix, aanhechtsel, achtervoegsel, suffix, toevoeging, extensie
Τυχαίες λέξεις
Πρόσφορος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bruikbaar, aanpassing, behoorlijk, betamelijk, modificatie, fatsoenlijk, adaptatie, bewerking, gemakkelijk, geschikt, handig, handige, gunstige