Συμβαλλόμενος στα λιθουανικά
Μετάφραση: συμβαλλόμενος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
partija, perkančioji, susitariančioji, perkantysis, perkančiosios, perkančiajai
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμβαλλόμενος
συμβαλλόμενος in english, συμβαλλόμενος και αντισυμβαλλόμενος, η συμβαλλόμενος, συμβαλλόμενος λεξικό, συμβαλλόμενος μετάφραση, συμβαλλόμενος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, συμβαλλόμενος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- συμβάν στα λιθουανικά - įvykis, atsitikimas, reiškinys, renginys, įvykio, renginio, renginį
- συμβαίνω στα λιθουανικά - atsitikti, atsitiks, įvykti, atsitiktų
- συμβατικός στα λιθουανικά - sutartinis, tradicinis, tradicinių, įprastinių, įprastas
- συμβατός στα λιθουανικά - suderinamas, suderinama, atitinka, suderinami, suderinamos
Τυχαίες λέξεις
Συμβαλλόμενος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: partija, perkančioji, susitariančioji, perkantysis, perkančiosios, perkančiajai
Μεταφράσεις: partija, perkančioji, susitariančioji, perkantysis, perkančiosios, perkančiajai