Συμβαλλόμενος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: συμβαλλόμενος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
partida, bandeira, perdiz, partido, facção, contratante, adjudicante, contratação, adjudicantes, de contratação
Συμβαλλόμενος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμβαλλόμενος

συμβαλλόμενος in english, συμβαλλόμενος και αντισυμβαλλόμενος, η συμβαλλόμενος, συμβαλλόμενος λεξικό, συμβαλλόμενος μετάφραση, συμβαλλόμενος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συμβαλλόμενος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • συμβάν στα πορτογαλικά - evento, caso, eventos, de eventos, acontecimento
  • συμβαίνω στα πορτογαλικά - acontecer, ocorra, ocupar, advir, ocorrer, vir, haver, ...
  • συμβατικός στα πορτογαλικά - convencional, convencionais, convencional de, tradicional
  • συμβατός στα πορτογαλικά - compatível, compatíveis, compatível com, compatibilidade, compatíveis com
Τυχαίες λέξεις
Συμβαλλόμενος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: partida, bandeira, perdiz, partido, facção, contratante, adjudicante, contratação, adjudicantes, de contratação