Συμβαλλόμενος στα ισλανδικά
Μετάφραση: συμβαλλόμενος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
boð, hóf, aðili, heimboð, samningagerð, samningsyfirvald, samningsyfirvöld, samningsstofnun, samnings-
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμβαλλόμενος
συμβαλλόμενος in english, συμβαλλόμενος και αντισυμβαλλόμενος, η συμβαλλόμενος, συμβαλλόμενος λεξικό, συμβαλλόμενος μετάφραση, συμβαλλόμενος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, συμβαλλόμενος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- συμβάν στα ισλανδικά - atburður, Veislu-, Veislu- og, viðburðir, atburði
- συμβαίνω στα ισλανδικά - henda, verða, gerast, gerst, gerist, skyldir, koma
- συμβατικός στα ισλανδικά - hefðbundin, hefðbundnum, hefðbundna, venjulegur, hefðbundið
- συμβατός στα ισλανδικά - samhæft, samræmi, í samræmi, samhæfa, samhæf
Τυχαίες λέξεις
Συμβαλλόμενος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: boð, hóf, aðili, heimboð, samningagerð, samningsyfirvald, samningsyfirvöld, samningsstofnun, samnings-
Μεταφράσεις: boð, hóf, aðili, heimboð, samningagerð, samningsyfirvald, samningsyfirvöld, samningsstofnun, samnings-