Συμβαλλόμενος στα λευκορωσικά
Μετάφραση: συμβαλλόμενος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
Кантрактацыя
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμβαλλόμενος
συμβαλλόμενος in english, συμβαλλόμενος και αντισυμβαλλόμενος, η συμβαλλόμενος, συμβαλλόμενος λεξικό, συμβαλλόμενος μετάφραση, συμβαλλόμενος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, συμβαλλόμενος στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- συμβάν στα λευκορωσικά - падзея, Падзеі, падзею
- συμβαίνω στα λευκορωσικά - прыходзiць, адбыцца, прыстань, адбывацца
- συμβατικός στα λευκορωσικά - звычайны, звычайная, просты, обычный, звычайную
- συμβατός στα λευκορωσικά - сумяшчальны
Τυχαίες λέξεις
Συμβαλλόμενος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: Кантрактацыя
Μεταφράσεις: Кантрактацыя