Συμβαλλόμενος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: συμβαλλόμενος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
партия, договарящ, възлагащия, възлагащият, възлагащ, договарящата
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμβαλλόμενος
συμβαλλόμενος in english, συμβαλλόμενος και αντισυμβαλλόμενος, η συμβαλλόμενος, συμβαλλόμενος λεξικό, συμβαλλόμενος μετάφραση, συμβαλλόμενος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συμβαλλόμενος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- συμβάν στα βουλγαρικά - случай, събитие, случаи, събитието
- συμβαίνω στα βουλγαρικά - става, случи, се случи, стане, да се случи
- συμβατικός στα βουλγαρικά - конвенционален, конвенционална, конвенционалната, конвенционалните, конвенционални
- συμβατός στα βουλγαρικά - съвместим, съвместима, съвместими, съвместимо, за съвместима
Τυχαίες λέξεις
Συμβαλλόμενος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: партия, договарящ, възлагащия, възлагащият, възлагащ, договарящата
Μεταφράσεις: партия, договарящ, възлагащия, възлагащият, възлагащ, договарящата