Συμβαλλόμενος στα δανικά
Μετάφραση: συμβαλλόμενος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
parti, fest, højtid, ordregivende, kontraherende
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμβαλλόμενος
συμβαλλόμενος in english, συμβαλλόμενος και αντισυμβαλλόμενος, η συμβαλλόμενος, συμβαλλόμενος λεξικό, συμβαλλόμενος μετάφραση, συμβαλλόμενος λεξικό γλώσσας δανικά, συμβαλλόμενος στα δανικά
Μεταφράσεις
- συμβάν στα δανικά - hændelse, happening, begivenhed, arrangementer, til arrangementer, arrangement
- συμβαίνω στα δανικά - ske, sker, tilfældigvis, at ske
- συμβατικός στα δανικά - konventionelle, konventionel, traditionel, konventionelt, traditionelle
- συμβατός στα δανικά - kompatible, kompatibel, forenelig, forenelige, kompatibelt
Τυχαίες λέξεις
Συμβαλλόμενος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: parti, fest, højtid, ordregivende, kontraherende
Μεταφράσεις: parti, fest, højtid, ordregivende, kontraherende