Συμβαλλόμενος στα σουηδικά
Μετάφραση: συμβαλλόμενος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
parti, upphandlande, avtalsslutande, entreprenad
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμβαλλόμενος
συμβαλλόμενος in english, συμβαλλόμενος και αντισυμβαλλόμενος, η συμβαλλόμενος, συμβαλλόμενος λεξικό, συμβαλλόμενος μετάφραση, συμβαλλόμενος λεξικό γλώσσας σουηδικά, συμβαλλόμενος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- συμβάν στα σουηδικά - händelse, tilldragelse, fall, händelsen, evenemang, omständigheter
- συμβαίνω στα σουηδικά - inträffa, ske, tilldraga, hända, händer, råkar, att hända
- συμβατικός στα σουηδικά - konventionell, konventionella, konventionellt, vanlig, konvention
- συμβατός στα σουηδικά - kompatibel, kompatibelt, kompatibla, förenligt, förenlig
Τυχαίες λέξεις
Συμβαλλόμενος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: parti, upphandlande, avtalsslutande, entreprenad
Μεταφράσεις: parti, upphandlande, avtalsslutande, entreprenad