Συμβαλλόμενος στα τούρκικα
Μετάφραση: συμβαλλόμενος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
parti, müteahhitlik, sözleşme, taahhüt, ihale, akit
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμβαλλόμενος
συμβαλλόμενος in english, συμβαλλόμενος και αντισυμβαλλόμενος, η συμβαλλόμενος, συμβαλλόμενος λεξικό, συμβαλλόμενος μετάφραση, συμβαλλόμενος λεξικό γλώσσας τούρκικα, συμβαλλόμενος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- συμβάν στα τούρκικα - olay, etkinlik, olayı, bir olay, etkinliği
- συμβαίνω στα τούρκικα - olmak, ne, olur, gerçekleşmesi, meydana, başına
- συμβατικός στα τούρκικα - geleneksel, konvansiyonel, klasik, bilinen
- συμβατός στα τούρκικα - uyumlu, uyumludur, uyumlu bir, uygun
Τυχαίες λέξεις
Συμβαλλόμενος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: parti, müteahhitlik, sözleşme, taahhüt, ihale, akit
Μεταφράσεις: parti, müteahhitlik, sözleşme, taahhüt, ihale, akit