Ωφέλεια στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ωφέλεια, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
полезност, програма, полза, помощна програма
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ωφέλεια
κοινή ωφέλεια, ωφέλεια από την άσκηση δικαιώματος προαίρεσης απόκτησης μετοχών, ωφέλεια λεξικό, ωφέλεια από τα μνημόσυνα, ωφέλεια λόγω αποδείξεων, ωφέλεια λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ωφέλεια στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ωστόσο στα βουλγαρικά - обаче, Въпреки това, Все пак, При все това
- ωτακουστώ στα βουλγαρικά - дочувам, подслушвам, чуе, подслушаш, подслуша
- ωφέλιμος στα βουλγαρικά - полезен, полезна, полезно, полезни, полза
- ωφελώ στα βουλγαρικά - ofelo
Τυχαίες λέξεις
Ωφέλεια στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: полезност, програма, полза, помощна програма
Μεταφράσεις: полезност, програма, полза, помощна програма