Ωφέλεια στα λατινικά
Μετάφραση: ωφέλεια, Λεξικό: ελληνικά » λατινικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λατινικά
Μεταφράσεις:
lucror, commodum, lucrum, beneficium
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ωφέλεια
κοινή ωφέλεια, ωφέλεια από την άσκηση δικαιώματος προαίρεσης απόκτησης μετοχών, ωφέλεια λεξικό, ωφέλεια από τα μνημόσυνα, ωφέλεια λόγω αποδείξεων, ωφέλεια λεξικό γλώσσας λατινικά, ωφέλεια στα λατινικά
Μεταφράσεις
- ωστόσο στα λατινικά - tamen, autem, iam
- ωφέλιμος στα λατινικά - utilis
Τυχαίες λέξεις
Ωφέλεια στα λατινικά - Λεξικό: ελληνικά » λατινικά
Μεταφράσεις: lucror, commodum, lucrum, beneficium
Μεταφράσεις: lucror, commodum, lucrum, beneficium