Ωφέλεια στα ισλανδικά
Μετάφραση: ωφέλεια, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hagnaður, hagsmunir, hagnast, gagn, gæði, gagnsemi, tól, notagildi, tól til, gagnsemi af
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ωφέλεια
κοινή ωφέλεια, ωφέλεια από την άσκηση δικαιώματος προαίρεσης απόκτησης μετοχών, ωφέλεια λεξικό, ωφέλεια από τα μνημόσυνα, ωφέλεια λόγω αποδείξεων, ωφέλεια λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ωφέλεια στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ωστόσο στα ισλανδικά - þó, samt, Hins, hins vegar, betur, Hvernig sem
- ωτακουστώ στα ισλανδικά - heyri, overhear
- ωφέλιμος στα ισλανδικά - gagnlegt, gagnlegur, gagnleg, gagnlegar, gagni
- ωφελώ στα ισλανδικά - duga, ofelo
Τυχαίες λέξεις
Ωφέλεια στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: hagnaður, hagsmunir, hagnast, gagn, gæði, gagnsemi, tól, notagildi, tól til, gagnsemi af
Μεταφράσεις: hagnaður, hagsmunir, hagnast, gagn, gæði, gagnsemi, tól, notagildi, tól til, gagnsemi af