Ωφέλεια στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: ωφέλεια, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
профит, Нови, комунални услуги, комунални, алатка, комуналните
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ωφέλεια
κοινή ωφέλεια, ωφέλεια από την άσκηση δικαιώματος προαίρεσης απόκτησης μετοχών, ωφέλεια λεξικό, ωφέλεια από τα μνημόσυνα, ωφέλεια λόγω αποδείξεων, ωφέλεια λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ωφέλεια στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ωστόσο στα σλαβομακεδονικά - меѓутоа, сепак, но, пак, но сепак
- ωτακουστώ στα σλαβομακεδονικά - дочувам, слушнеме, се слушнеме, слушнеме и
- ωφέλιμος στα σλαβομακεδονικά - корисни, корисно, корисна, корисен
- ωφελώ στα σλαβομακεδονικά - ofelo
Τυχαίες λέξεις
Ωφέλεια στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: профит, Нови, комунални услуги, комунални, алатка, комуналните
Μεταφράσεις: профит, Нови, комунални услуги, комунални, алатка, комуналните