Ωφέλεια στα αλβανικά
Μετάφραση: ωφέλεια, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dobi, fitim, gjë e dobishme, të shërbimeve, e shërbimeve, shërbimeve të
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ωφέλεια
κοινή ωφέλεια, ωφέλεια από την άσκηση δικαιώματος προαίρεσης απόκτησης μετοχών, ωφέλεια λεξικό, ωφέλεια από τα μνημόσυνα, ωφέλεια λόγω αποδείξεων, ωφέλεια λεξικό γλώσσας αλβανικά, ωφέλεια στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- ωστόσο στα αλβανικά - ende, megjithatë, por, sidoqoftë, Megjithate, mirëpo
- ωτακουστώ στα αλβανικά - dëgjoj padashur, dëgjojnë, kap veshi, dëgjoi, e dëgjoi
- ωφέλιμος στα αλβανικά - i dobishëm, dobishme, e dobishme, të dobishme, dobishëm
- ωφελώ στα αλβανικά - ofelo
Τυχαίες λέξεις
Ωφέλεια στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: dobi, fitim, gjë e dobishme, të shërbimeve, e shërbimeve, shërbimeve të
Μεταφράσεις: dobi, fitim, gjë e dobishme, të shërbimeve, e shërbimeve, shërbimeve të