Αυτονομία στα αλβανικά
Μετάφραση: αυτονομία, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
autonomi, autonomia, autonomia e, autonominë, autonomi të
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυτονομία
αυτονομία ή βαρβαρότητα, αυτονομία παλαιών πολυκατοικιών, αυτονομία συνώνυμο, αυτονομία σχολικής μονάδας, αυτονομία θέρμανσης, αυτονομία λεξικό γλώσσας αλβανικά, αυτονομία στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- αυτοματοποίηση στα αλβανικά - automatizim, automatizimi, automatizimin, Automation, automatizimit
- αυτοματοποιώ στα αλβανικά - automatizojnë, automatizon, automates
- αυτοπεποίθηση στα αλβανικά - besim, besimi, e besimit, besimit të, besimi i
- αυτοσχεδιάζω στα αλβανικά - improvizoj, improvizuar, improvizojnë, të improvizoj, improvizojë
Τυχαίες λέξεις
Αυτονομία στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: autonomi, autonomia, autonomia e, autonominë, autonomi të
Μεταφράσεις: autonomi, autonomia, autonomia e, autonominë, autonomi të