Αυτονομία στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αυτονομία, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
автономия, автономност, самостоятелност, автономията, автономността
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυτονομία
αυτονομία ή βαρβαρότητα, αυτονομία παλαιών πολυκατοικιών, αυτονομία συνώνυμο, αυτονομία σχολικής μονάδας, αυτονομία θέρμανσης, αυτονομία λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αυτονομία στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αυτοματοποίηση στα βουλγαρικά - автоматизация, автоматизация на, автоматизацията, за автоматизация, автоматизиране
- αυτοματοποιώ στα βουλγαρικά - Автоматизира
- αυτοπεποίθηση στα βουλγαρικά - доверие, увереност, доверието, доверието на, на доверието
- αυτοσχεδιάζω στα βουλγαρικά - импровизирам, импровизира, импровизират, се импровизира, импровизирате
Τυχαίες λέξεις
Αυτονομία στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: автономия, автономност, самостоятелност, автономията, автономността
Μεταφράσεις: автономия, автономност, самостоятелност, автономията, автономността