Αυτονομία στα πολωνικά

Μετάφραση: αυτονομία, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
autonomia, odrębność, niezależność, samorząd, autonomii, autonomię, niezależności
Αυτονομία στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυτονομία

αυτονομία ή βαρβαρότητα, αυτονομία παλαιών πολυκατοικιών, αυτονομία συνώνυμο, αυτονομία σχολικής μονάδας, αυτονομία θέρμανσης, αυτονομία λεξικό γλώσσας πολωνικά, αυτονομία στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • αυτοματοποίηση στα πολωνικά - automatyzacja, automatyzacji, Automation, automatyki, automatyka
  • αυτοματοποιώ στα πολωνικά - automatyzować, zautomatyzować, automatyzuje, Automates, Automaty, automatyczne do
  • αυτοπεποίθηση στα πολωνικά - zaufanie, tupet, ufność, poufność, sprawność, zwierzenie, pewność, ...
  • αυτοσχεδιάζω στα πολωνικά - zaimprowizować, improwizować, improwizacji, improwizację, improwizują
Τυχαίες λέξεις
Αυτονομία στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: autonomia, odrębność, niezależność, samorząd, autonomii, autonomię, niezależności