Αυτονομία στα λευκορωσικά
Μετάφραση: αυτονομία, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аўтаномія, аўтаноміі
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυτονομία
αυτονομία ή βαρβαρότητα, αυτονομία παλαιών πολυκατοικιών, αυτονομία συνώνυμο, αυτονομία σχολικής μονάδας, αυτονομία θέρμανσης, αυτονομία λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αυτονομία στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- αυτοματοποίηση στα λευκορωσικά - аўтаматызацыя, аўтаматызацыі
- αυτοματοποιώ στα λευκορωσικά - аўтаматызацыя, аўтаматызацыі
- αυτοπεποίθηση στα λευκορωσικά - упэўненасць, ўпэўненасць, ўпэўненасьць, упэўненасьць, перакананасць
- αυτοσχεδιάζω στα λευκορωσικά - імправізаваць
Τυχαίες λέξεις
Αυτονομία στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: аўтаномія, аўтаноміі
Μεταφράσεις: аўтаномія, аўтаноміі