Αυτονομία στα τσεχικά
Μετάφραση: αυτονομία, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
samospráva, samostatnost, autonomie, autonomii, nezávislost
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυτονομία
αυτονομία ή βαρβαρότητα, αυτονομία παλαιών πολυκατοικιών, αυτονομία συνώνυμο, αυτονομία σχολικής μονάδας, αυτονομία θέρμανσης, αυτονομία λεξικό γλώσσας τσεχικά, αυτονομία στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- αυτοματοποίηση στα τσεχικά - automatizace, Automation, automatizační, automatizaci, Automatizácia
- αυτοματοποιώ στα τσεχικά - automatizovat, zautomatizovat, automatizuje, automaty, Automates, Plně automatické
- αυτοπεποίθηση στα τσεχικά - sebedůvěra, jistota, důvěrnost, přesvědčení, spolehnutí, důvěra, sebejistota, ...
- αυτοσχεδιάζω στα τσεχικά - improvizovat, improvizace, improvizaci, improvizují
Τυχαίες λέξεις
Αυτονομία στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: samospráva, samostatnost, autonomie, autonomii, nezávislost
Μεταφράσεις: samospráva, samostatnost, autonomie, autonomii, nezávislost