Αυτονομία στα εσθονικά
Μετάφραση: αυτονομία, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
autonoomia, autonoomiat, sõltumatust, sõltumatuse, iseseisvust
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυτονομία
αυτονομία ή βαρβαρότητα, αυτονομία παλαιών πολυκατοικιών, αυτονομία συνώνυμο, αυτονομία σχολικής μονάδας, αυτονομία θέρμανσης, αυτονομία λεξικό γλώσσας εσθονικά, αυτονομία στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- αυτοματοποίηση στα εσθονικά - automatiseerimine, automaatika, Automation, automatiseerimise, automatiseerimist
- αυτοματοποιώ στα εσθονικά - automatiseerima, Automates, Automatiseerib, automaatidena, Automatiseerib toiminguid
- αυτοπεποίθηση στα εσθονικά - saladus, usaldus, enesekindlus, kindlustunne, usaldust, usalduse, kindlustunde, ...
- αυτοσχεδιάζω στα εσθονικά - improviseerima, improviseerida, improviseerib, improviseerivad
Τυχαίες λέξεις
Αυτονομία στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: autonoomia, autonoomiat, sõltumatust, sõltumatuse, iseseisvust
Μεταφράσεις: autonoomia, autonoomiat, sõltumatust, sõltumatuse, iseseisvust